φαλακρος

φαλακρος
    φαλακρός
    φᾰλακρός
    I
    3
    (тж. φ. τέν κεφαλήν Luc.) плешивый, лысый Anacr., Her., Eur. etc.
    II
    ὅ плешивый (софизм Эвклида Мегарского, состоящий в невозможности точного определения, какое количество волос нужно потерять, чтобы стать плешивым) Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φαλακρος" в других словарях:

  • φαλακρός — φαλακρός, ή, ό και φαρακλός, ή, ό και καραφλός, ή, ό 1. αυτός που έχει φαλάκρα (βλ. λ.). 2. μτφ. (για εδαφικές εκτάσεις), άδεντρος, αποψιλωμένος, ο στερημένος από βλάστηση: Το ύψωμα είναι φαλακρό και οι στρατιώτες φαίνονται από τα αεροπλάνα. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλακρός — baldheaded masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρός — ή, ό / φαλακρός, ά, όν, ΝΜΑ, και φαρακλός Ν αυτός που έχει φαλάκρα (α. «τόσο νέος και είναι φαλακρός» β. «φαλακρὸς τὴν κεφαλήν, τὴν δ ὄψιν ἐρρυτιδωμένος», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για βράχο ή όρος) άδενδρος, γυμνός («φαλακρή πλαγιά») 2. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • φαλακρά — φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc pl φαλακρά̱ , φαλακρός baldheaded fem nom/voc/acc dual φαλακρά̱ , φαλακρός baldheaded fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρότερον — φαλακρός baldheaded adverbial comp φαλακρός baldheaded masc acc comp sg φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρόν — φαλακρός baldheaded masc acc sg φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρότατα — φαλακρός baldheaded adverbial superl φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακροῖς — φαλακρός baldheaded masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακροῖσι — φαλακρός baldheaded masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακροῖσιν — φαλακρός baldheaded masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρούς — φαλακρός baldheaded masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»