φαλακρός — φαλακρός, ή, ό και φαρακλός, ή, ό και καραφλός, ή, ό 1. αυτός που έχει φαλάκρα (βλ. λ.). 2. μτφ. (για εδαφικές εκτάσεις), άδεντρος, αποψιλωμένος, ο στερημένος από βλάστηση: Το ύψωμα είναι φαλακρό και οι στρατιώτες φαίνονται από τα αεροπλάνα. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαλακρός — baldheaded masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρός — ή, ό / φαλακρός, ά, όν, ΝΜΑ, και φαρακλός Ν αυτός που έχει φαλάκρα (α. «τόσο νέος και είναι φαλακρός» β. «φαλακρὸς τὴν κεφαλήν, τὴν δ ὄψιν ἐρρυτιδωμένος», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για βράχο ή όρος) άδενδρος, γυμνός («φαλακρή πλαγιά») 2. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
φαλακρά — φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc pl φαλακρά̱ , φαλακρός baldheaded fem nom/voc/acc dual φαλακρά̱ , φαλακρός baldheaded fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρότερον — φαλακρός baldheaded adverbial comp φαλακρός baldheaded masc acc comp sg φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρόν — φαλακρός baldheaded masc acc sg φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρότατα — φαλακρός baldheaded adverbial superl φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακροῖς — φαλακρός baldheaded masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακροῖσι — φαλακρός baldheaded masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακροῖσιν — φαλακρός baldheaded masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρούς — φαλακρός baldheaded masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)